φουγάρο

φουγάρο
το, Ν
1. καπνοδόχος πλοίου, τζακιού, εργοστασίου
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που καπνίζει πολλά τσιγάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fogara].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φουγάρο — το (λ. ιταλ.) 1. καπνοδόχος και μάλιστα πλοίου ή εργοστασίου, καμινάδα, τσιμινιέρα. 2. μτφ., μανιώδης καπνιστής: Είναι φουγάρο· καπνίζει τρία πακέτα τσιγάρα την ημέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμινάδα — η (λ. ενετ.), καπνοδόχη, φουγάρο: Τα σπίτια που έχουν τζάκι έχουν και καμινάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπέλο — το (λ. ιταλ.) 1. κάλυμμα του κεφαλιού: Δε φορούσε καπέλο, όταν τον είδα. 2. σκέπασμα καπνοδόχου: Τραβάει το τζάκι, γιατί έχει καπέλο το φουγάρο του. 3. παράνομη επιβάρυνση της αξίας εμπορεύματος: Η τιμή των ψαριών ήταν 20 ευρώ, αλλά τα αγόρασε 22 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπνοδόχη, η — και καπνοδόχος, ο, η φουγάρο: Ο καπνός βγαίνει από την καπνοδόχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιμινιέρα — η (λ. ιταλ.) 1. η καπνοδόχος των πλοίων, καμινάδα, φουγάρο. 2. κάθε καπνοδόχος (σπιτιού, εργοστασίου κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”